ἐξισώσει

ἐξισώσει
ἐξίσωσις
equalization
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐξισώσεϊ , ἐξίσωσις
equalization
fem dat sg (epic)
ἐξίσωσις
equalization
fem dat sg (attic ionic)
ἐξισόω
make equal
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξισόω
make equal
fut ind mid 2nd sg
ἐξισόω
make equal
fut ind act 3rd sg
ἐξισόω
make equal
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξισόω
make equal
fut ind mid 2nd sg
ἐξισόω
make equal
fut ind act 3rd sg
ἐξῑσώσει , ἐξισόω
make equal
futperf ind mp 2nd sg
ἐξῑσώσει , ἐξισόω
make equal
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξισωτικός — ή, ό(ν) [εξισωτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξίσωση, αυτός που τείνει να εξισώσει («εξισωτικές προσπάθειες τού προϋπολογισμού») …   Dictionary of Greek

  • πληβείοι — Τμήμα του πληθυσμού της αρχαίας Ρώμης, που σήμαινε τον όχλο, σε αντίθεση με τους αριστοκράτες, τους πατρικίους. Πρώτος ο Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος σκέφθηκε να εξισώσει τους π. με τους πατρικίους και θέλησε να τους διαιρέσει σε τρεις φυλές. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”